πριαπίζω

πριαπίζω
και ιων. τ. πριηπίζω Α [Πρίαπος]
1. μιμούμαι τον Πρίαπο, είμαι λάγνος, ακόλαστος, ασελγής
2. έχω σηκωμένο τον φαλλό («τραγέλαφος πριαπίζων», επιγρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πριαπισμός — Παθολογική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από παρατεταμένες και συχνά επώδυνες στύσεις, οι οποίες δημιουργούνται χωρίς γενετήσια επιθυμία και δεν καταλήγουν στην εκσπερμάτιση. Ο π. οφείλεται σε νευροπάθειες και παρουσιάζεται σε διάφορες ηλικίες. * …   Dictionary of Greek

  • πριαπισταί — οἱ, Α [πριαπίζω] οι λάτρεις τού Πριάπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”